γραμμοάτομο

γραμμοάτομο
(g-at). Ποσότητα ατόμων ενός στοιχείου ίση με εκείνη των ατόμων του ισοτόπου του άνθρακα 12(12C) που περιέχονται σε 0,0120 kg του ισοτόπου αυτού. Η ποσότητα αυτή ισούται με 6,023 x 1023 άτομα (αριθμός Αβογκάντρο) και ονομάζεται επίσης και mole ατόμων του στοιχείου. Ζυγίζει όσο και η σχετική ατομική μάζα του στοιχείου σε γ.
* * *
το
η χαρακτηριστική μάζα ενός ατόμου εκφρασμένη σε γραμμάρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • γραμμάριο — Μονάδα μέτρησης μάζας στο σύστημα μονάδων CGS, το οποίο έχει ως θεμελιώδεις μονάδες το εκατοστόμετρο, το γ. και το δευτερόλεπτο. Το γ. ορίζεται ως το ένα χιλιοστό της μάζας του πρότυπου χιλιόγραμμου. Η μονάδα αυτή πρέπει να ονομάζεται ακριβέστερα …   Dictionary of Greek

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

  • γραμμο- — (I) με τη μορφή γραμμο < γράμμα ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός σύνθετων λέξεων τής Ελληνικής. Το γραμμο εκφράζει τη σημασία «γραμμάριο» (πρβλ. γραμμοάτομο, γραμμοϊσοδύναμο, γραμμομόριο) και έχει εισαχθεί από την… …   Dictionary of Greek

  • γραμμοϊσοδύναμο — (g eq).Ποσότητα ύλης εκφρασμένης σε γρ. που αντιστοιχεί στο χημικό ισοδύναμο ενός στοιχείου ή ενός ιόντος. Για παράδειγμα, το γ. του δισθενούς ιόντος του χαλκού είναι: 63,5:2 = 31,75 γρ. Στην περίπτωση των μονοσθενών ιόντων, το 1 γ., θα είναι ίσο …   Dictionary of Greek

  • σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… …   Dictionary of Greek

  • τρίτιο — Βαρύ ισότοπο του υδρογόνου με σύμβολο Η3 (ή Τ3) και ατομικό βάρος 3,01704· παράγεται στα υψηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας, από τα άτομα του αζώτου που βομβαρδίζονται από τα νετρόνια των κοσμικών ακτίνων. Το τ. ενωμένο με το οξυγόνο… …   Dictionary of Greek

  • Αβογκάντρο, Αμεντέο — (Amedeo Avogadro, conte di Quaregna e Ceretto, Τορίνο 1776 – 1856). Ιταλός επιστήμονας. Διετέλεσε καθηγητής των μαθηματικών και της φυσικής στο Βασιλικό Κολέγιο του Βερτσέλι· από το 1820 έως το 1822 είχε την έδρα της θεωρητικής φυσικής στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”